- υγροσχαστικός, -ή
- -ό που σκίζεται από απορρόφηση υγρασίας (για καρπούς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγροσχαστικός — ή, ό, Ν (για καρπό) αυτός που σκάζει από υγρασία, που σχηματίζει σχισμές από την απορρόφηση υγρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σχάζω «ανοίγω σχισμή, σκάω»] … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek